παραλληλιστής

παραλληλιστής
ο
όργανο ατμομηχανής που μετατρέπει την ευθύγραμμη κίνηση τού εμβόλου σε περιστροφική τής ατράκτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράλληλος + -ιστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παραλληλόγραμμος — η, ο / παραλληλόγραμμος, ον ΝΑ 1. (για επιφάνειες) αυτός που έχει τις απέναντι πλευρές του παράλληλες 2. το ουδ. ως ουσ. το παραλληλόγραμμο μαθημ. τετράπλευρο με τις απέναντι πλευρές του παράλληλες νεοελλ. 1. φρ. α) «νόμος παραλληλογράμμου» μαθημ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”